Ιερά Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους

Σ’ έναν όρμο στις ανατολικές ακτές της χερ­σονήσου, σε απόσταση δυο ωρών από τις Μονές Εσφιγμένου και Παντοκρά­τορα, 50 μ. πάνω από την επιφάνεια της θά­λασσας, είναι κτισμένη η Μονή Βατοπαιδίου. Από το 1046, τη χρονιά που ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος υπέγραψε το δεύτερο Τυπικό, η Μονή Βατοπαιδίου κατέ­χει τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία των αγιο­ρείτικων Μονών και διατηρεί αυτή τη θέση μέχρι σήμερα.

Συμφωνά με την παράδοση, τον 4ο αιώνα, στη διάρκεια μιας φοβερής καταιγίδας, ένα τε­ράστιο κύμα παρέσυρε στη θάλασσα απ’ ένα πλοίο το νεαρό γιό του αυτοκράτορα Θεοδό­σιου, πρίγκιπα Αρκάδιο. Το παιδί σώθηκε από την Αγία Παρθένο και βρέθηκε αργότε­ρα να κοιμάται κάτω από ένα θάμνο βάτου στις ακτές του όρμου. Για να ευχαριστήσει την Παναγία για τη σωτηρία του γιου του, ο αυτο­κράτορας Θεοδόσιος έκτισε τη Μονή Βατο­παιδίου. Μια άλλη, πιθανή προέλευση του ονό­ματος της Μονής είναι οι πολυάριθμοι αγκα­θωτοί βάτοι που καλύπτουν την περιοχή από την παραλία μέχρι τις παρυφές του δάσους. Ιστορικά επιβεβαιώνεται ότι η Μονή άρχισε να κτίζεται το 972, τη χρονιά του πρώτου Τυ­πικού που υπόγραψε ο αυτοκράτορας Ιωάν­νης Τσιμισκής. Τρείς μοναχοί ήταν οι κτήτορες της Μονής, ο Αθανάσιος, ο Αντώνιος και ο Νικόλαος, ο οποίος αργότερα έγινε ο ηγού­μενος της Βατοπεδίου. Οι μοναχοί είχαν έλ­θει στο Όρος από την Αδριανούπολη ως υπο­στηρικτές του Αγίου Αθανασίου, και ήταν ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας που τους υπό­δειξε ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα του. Η οικοδόμηση των πρώτων κτιρίων έγινε δυνα­τή με γενναιόδωρες προσφορές του αυτο­κράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180). Στο τέλος του αιώνα, οι ιδρυτές της Μονής Χελανδαρίου, οι μοναχοί Σάββας και Συμεών, που προέρχονταν από τη Μονή Βατοπαιδίου, οικοδόμησαν και άλλα κτίρια και οχυρώσεις. Λίγο αργότερα ζήτησαν και έλαβαν το Κελί Μηλέα, όπου οι δυο μοναχοί ίδρυσαν τη Μο­νή Χελανδαρίου. Η στενή και θερμή σχέση ρπαξύ των δυο Μονών χρονολογείται από τό­τε. Οι μοναχοί κάθε Μονής παρευρίσκονται κάθε χρόνο στον εορτασμό της άλλης, και όταν εκλέγεται νέος ηγούμενος στην πρώτη του επί­σκεψη στην άλλη Μονή, δέχεται σαν δώρο από τον οικοδεσπότη μια ηγουμενική ράβδο και έλα επιστήθιο σταυρό.

Το 1203, οι Φράγκοι κατέλαβαν το Βυζάντιο στη διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας και στην ίποχή του Ανδρόνικου Β’ (1282-1328) Κατα-.Ιανοί σταυροφόροι μισθοφόροι λεηλάτησαν τις Μονές του Όρους, με την ενθάρρυνση του Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου, που υποστήριζε την ένωση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλη­σίας με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, γι’ αυ­τό και ήταν πολΰ μισητός στον Άθω). Η Μο­νή Βατοπεδίου επίσης υπόφερε από τέτοιες αρπακτικές επιδρομές και σχεδόν καταστρά­φηκε εντελώς. Λίγο αργότερα όμως ο Ανδρό­νικος προσπάθησε να επουλώσει τις πληγές που ο ίδιος είχε προκαλέσει και το 1292 πρό­σφερε σημαντικά χρηματικά ποσά για την ανακαίνιση της Μονής, που είχε λεηλατηθεί και καταστραφεί και την οδήγησε τώρα σε μια νέα περίοδο ευημερίας. Ο Λάζαρος Α’, που κυβέρνησε τη Σερβία τον 14ο αιώνα, ήταν ένας από τους μεταγενέστερους ευεργέτες της Μο­νής. Το δώρο του, η Ζώνη της Παναγίας (την οποία λέγεται ότι η ίδια κληροδότησε στους Αποστόλους πριν από την Κοίμηση της), ήταν το ιερότερο κειμήλιο του ναού της Αγίας Σο­φίας. Άλλοι ευεργέτες υπήρξαν ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Στέφανος ο Μεγάλος (1457-1504) και δούκες των παραδουνάβιων χωρών.

 

Το γεγονός ότι ο βασιλιάς της Σικελίας Αλφόνσος υποχρεώθηκε να θέσει ρητά εκτός νόμου την πειρατεία μ’ ένα χρυσόβουλο και να επιβάλει φοβερές τιμωρίες στους παραβάτες, δίνει μια ιδέα των κίνδυνων και των δοκιμασιώνπου υπόφερε το Άγιον Όρος. Τα οικοδομήματα που προσδίδουν στο Βατοπαίδι μέχρι σήμερα τη χαρακτηριστική του μορφή, χρονολογούνται από την περίοδο της κτιριακής ανάπτυξης στις αρχές του 18ου αιώνα, και η κατασκευή τους πραγματοποιήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, με τις προσφορές των πατριαρχών Κυηριανού της Κωνσταντινούπολης και Γεράσιμου Β’ της Αλεξάνδρειας.Όμως σύντομα μετά στην περίοδο της Τουρκικής κατοχής, άρχισε η παρακμή της Βατοπεδίου. Η Μονή ανα­γκάστηκε να πουλήσει μεγάλο μέρος της περι­ουσίας που κατείχε στην κυρίως Ελλάδα και στις γειτονικές χώρες, για να εγγυηθεί τουλάχιστον την πολΰ λιτή διαβίωση των μοναχών της.

Το 1743 άρχισε μια νέα περίοδος ευημερίας, η οποία οφείλεται στην ίδρυση, κοντά στη Μονή, της Αθωνιάδος Σχολής, που έγινε η πιο φημισμένη σχολή του Αγίου Όρους. Σ’ αυτή την περίοδο, οι Ρώσοι τσάροι έκαναν μεγάλες δωρεές και συνεισέφεραν μ’ αυτόν τον τρόπο στην ευημερία της Μονής, η οποία συνέχισε να ακμάζει έως τις αρχές του 19ου αιώνα, μέχρι την έναρξη της Ελληνικής Επα­νάστασης.

Η ευρύχωρη αυλή της Μονής Βατοπεδίου μοιάζει πολΰ με κεντρική πλατεία μιας μικρής μεσαιωνικής πόλης. Εκτός από τα μεγάλα κτί­ρια του Καθολικού και της Τράπεζας, πο­λυάριθμα παρεκκλήσια σχηματίζουν εσοχές και μικρές αυλές. Νερό αναβλύζει από μαρ­μάρινα σιντριβάνια που χρονολογούνται σε διάφορες περιόδους, και κλίμακες και αψι­δωτά πρόπυλα οδηγούν στις εισόδους ποικι­λόχρωμων οικοδομημάτων. Ο τρούλος του Κα­θολικού στηρίζεται σε τέσσερις κίονες από πορφυρίτη Ραβέννας και τα Βυζαντινά ψηφι­δωτά στους τοίχους της εκκλησίας είναι σπά­νια και πολύτιμα έργα τέχνης. Σήμερα μόνο μερικά ίχνη έχουν απομείνει από αυτά τα ψηφιδωτά, τα οποία ήταν από τα πιο εξαιρετικά της Βυζαντινής περιόδου και κάλυπταν, με την εντυπωσιακή μεγαλοπρέπεια τους, όλο το εσωτερικό της εκκλησίας -όπως για παράδειγμα το τύμπανο της εισόδου στο νάρθηκα, όπου υπάρ­χει η Δέησις σε χρυσό φό­ντο. Οι τοιχογραφίες του εσωτερικού της εκκλησίας και του νάρθηκα αποδίδο­νται σε αγιογράφους της Μακεδονικής Σχολής. Χρονολο­γούνται από το 14ο αιώνα και είναι από τις παλαιότερες και πιο αξιοσημείωτες τοιχογραφίες στο Άγιον Όρος. Πραγματο­ποιήθηκαν με δωρεά του αυτοκράτορα Ανδρό­νικου Β’ και περιλαμβάνουν παραστάσεις σκη­νών από τη ζωή της Παναγίας και μια αγιογραφία της Δευτέρας Παρουσίας. Αργό­τερα, το 1739 και το 1819, οι τοιχογραφίες αυ­τές επιζωγραφίστηκαν, αλλά το πρότυπο έρ­γο φαίνεται πολΰ καθαρά σε ορισμένα σημεία. Σΰμφωνη με την υψηλή καλλιτεχνική ποιότη­τα ολόκληρου του ναού, είναι και η μαρμά­ρινη διακόσμηση του δαπέδου.

Απέναντι από το Καθολικό, στην Τράπεζα του αιώνα με τις τρείς αψίδες και τοιχογρα­φίες του 1786, διατηρούνται ακόμη τα παλιά γκριζόασπρα τραπέζια από πορφυρίτη, τα οποία έχουν καταστραφεί σχεδόν σ’ όλες τις άλλες Μονές από βανδαλισμούς πειρατών ή κατακτητών. Κάτω από την οροφή του πύργου του Καθολικού, στην εξωτερική πλευρά, υπάρ­χει ρολόι και δίπλα του μια εξωτική ανδρική φιγούρα ο “Αράπης”, που κτυπά την καμπάνα j ένα σφυρί δηλώνοντας τις ώρες. Το κωδω­νοστάσιο είναι ανεξάρτητο από το ναό και οι­κοδομήθηκε το 1427. Σχεδόν ενσωματωμένη στο νάρθηκα του Καθολικού είναι η φιάλη με κομψή οροφή που υποβαστάζεται από λεπτούς μαρμάρινους κίονες. Το εσωτερικό του θόλου της οροφής στολίστηκε το 1810 με τοιχο­γραφίες που αναπαριστούν τον Ιωάννη το Βα­πτιστή στον Ιορδάνη και την Πεντηκοστή. Εκτός απ’ αυτά τα ανεκτίμητα έργα τέχνης, η Μονή κατέχει κι άλλους θησαυρούς στη βι­βλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο.