Ιερά Μονή Παντελεήμονος Αγίου Όρους

Λίγο πριν φτάσουμε με το βενζινόπλοιο στη Δάφνη ξεκινώντας από τη μονή Ξενοφώντος, δίπλα στη θάλασσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, είναι κτισμένο το Ρώσικο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος. Είναι κοινόβιο και γιορτάζει στις 27 Ιουλίου. Από μακρυά δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για φρουριακό συγκρότημα με πολυποίκιλους τρούλλους και πολλά παράθυρα.

Πηγαίνοντας προς τις Καρυές και σε απόσταση μιας ώρας δρόμο, πάνω σε ένα πλάτωμα, βρίσκεται το Παλιομονάστηρο, που είναι σήμερα εξάρτημα της μονής Αγίου Παντελεήμονος από το 1765. Σε αυτό ακριβώς το μέρος κτίστηκε, στην αρχή το μοναστήρι που ονομαζόταν μονή Θεσσαλονικέως και που αργότερα έπεσε σε παρακμή και ερήμωση με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς του. Για αυτό, τον 12ο αιώνα ο Πρώτος του Όρους μαζί με τη σύναξή του δώρισαν το εγκατελειμένο πια μοναστήρι στη μονή του Ξυλουργού, που σήμερα ονομάζεται Βογορόδιτσα και πι υτο είχαν Ρώσοι μοναχοί. Οι μοναχοί του Ξυλουργού πήγαν στο εγκατελειμένο μοναστήρι, και η Ξυλουργού παρέμεινε σαν σκήτη (1168). Τον 13ο αιώνα κάηκε και μαζί με αυτή, όλα τα έγγραφα που φύλαγε, για αυτό ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος (1282-1328), επιβεβαίωσε με χρυσόβουλλο του τις ιδιοκτησίες της μονής. Εκατό περίπου χρόνια μετά βρισκόταν συνεχώς κάτω από την προστασία Σέρβων βασιλέων. Από το 1314 συναντάμε τη μονή παντού σαν μονή Αγίου Παντελεήμονος των Ρώσων ή και απλώς μονή των Ρώσων. Οι Παλαιολόγοι πρώτα και οι Σέρβοι ηγεμόνες ύστερα, ευεργέτησαν σημαντικά το μοναστήρι με κειμήλια και μετόχια. Στο «Τρίτο Τυπικό» του Όρους η μονή έρχεται Πέμπτη στη σειρά των μοναστηριών. Ο ηγούμενος υπέγραφε ελληνικά που σημαίνει πως οι περισσότεροι Έλληνες. Μετά το 1497 είχε πολλούς Ρώσους μοναχούς. Το 1552 φαίνεται πως έκλεισε προσωρινά αλλά ξαναλειτούργησε λίγο αργότερα με λίγους μοναχούς. Πάντως ο 17ος αιώνας ήταν για τη μονή αιώνας παρακμής. Το 1725 η μονή είχε δύο Ρώσους και δύο Βουλγάρους μοναχούς. Στα μέσα του 18ου αιώνα τη μονή την είχαν οι Έλληνες. Λίγο αργότερα οι μοναχοί την εγκατέλειψαν οριστικά κι ήρθαν κοντά στη θάλασσα στο μέρος που ο Ιερισσού Χριστόφορος είχε κτίσει το 1667 το μικρό εκκλησάκι της Αναστάσεως του Χριστού. Εκεί ίδρυσαν τη νέα μονή με την επωνυμία Ρούσικο (1765).

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος το έκαμε σταυροπήγιο. Οι οικοδομές της μονής πολύ γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν με τη συνδρομή του ηγεμόνα Σκαρλάτου Καλλιμάχη και την προστασία του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’. Το 1803 έγινε κοινόβιο από τον Καλλίνικο τον Ε’, ενώ το 1839 άρχισαν να έρχονται Ρώσοι μοναχοί, ώστε τα 1875 είχε 1.000 μοναχούς, το 1903 1.446 και λίγο αργότερα περί τους 2.000. Σήμερα έχει λίγους μοναχούς και οι ακολουθίες ψάλλονται Ελληνικά και Ρωσικά.

Το Καθολικό του μοναστηριού κτίστηκε από το 1812 μέχρι το 1820. Έχει 35 παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων ο θαυμάσιος και περικαλλής ναός της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου και του Αλεξάνδρου Νιέφσκη (1852) στη βορειοδυτική πτέρυγα, και ο ναός του Αγίου Μητροφάνη δυτικά της βιβλιοθήκης. Η Τράπεζα κτίστηκε το 1890 και χωρεί 800 μέχρι 1.000 μοναχούς. Πάνω από την είσοδο της Τράπεζας υπάρχει το καμπαναριό (1893), με την μεγάλη καμπάνα που είναι δεύτερη στον κόσμοκαι την χτυπούν δύο μοναχοί. Έχει περιφέρεια 8,71μ., διάμετρο 2,71μ. και βάρος 13.000 χιλιόγραμμα. Υπάρχουν ακόμα εκεί άλλες 32 καμπάνες που τις κτυπούν άλλοι δύο μοναχοί ρυθμικά.

Στη βιβλιοθήκη φυλάγονται 1064 χειρόγραφοι κώδικες σε δέρμα και σε χαρτί και 25.000 Ελληνικά και Σλάβικα έντυπα. Στο σκευοφυλάκιο φυλάγονται Τίμιο Ξύλο, θαυμάσιες φορητές εικόνες, λείψανα πολλών αγίων, εξαίρετα χρυσοκέντητα άμφια, πολλά λειτουργικά σκεύη από χρυσό και άργυρο, εικόνες με πολύτιμους λίθους αξίας, σταυροί και άλλα πολλά.