Ιερά Μόνη Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους

Σαν ένα παραμυθένιο κάστρο, η αρχαιότερη Μονή στο Άγιον Όρος και η πρώτη στην ιεραρχία, υψώνεται στην πλα­τιά κορυφή ενός βράχου, 160 μ. πάνω από μια απρόσιτη ακτή στα νοτιανατολικά, όπου συ­νεχίζεται η τεράστια βραχώδης πυραμίδα της οροσειράς του Άθω που κατεβαίνοντας μι­κραίνει σ’ ένα χαρακτηριστικό λόφο.

Τα πολυάριθμα κτίρια διαφόρων μεγεθών στους πρόποδες του όρους Άθω σχηματίζουν ένα πο­λύχρωμο σύνολο που μοιάζει με μεσαιωνικό φρούριο, περικυκλωμένο από οχυρωματικά τείχη και από τον Πύργο του Τσιμισκή.

Η Μονή οφείλει την ίδρυση της σε μια προ­σωπικότητα που ο βίος της απέκτησε μυθικές διαστάσεις: στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη, από την Τραπεζούντα – φίλο, πνευματικό πατέρα και εξομολογητή Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Στον Αθανάσιο κυρίως οφείλει το Αγιον Όρος την εισαγωγή αυστηρών κοινοβιακών κανό­νων, ένα πνευματικό δάνειο από τη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Στουδίτη στην Κωνσταντι­νούπολη. Οι υλικοί πόροι για το κτίσιμο της Μονής το 963 προσφέρθηκαν από το Βυζα­ντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, φίλο του Αθανασίου, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να κρατήσει την υπόσχεση του να απο­συρθεί σε μια Μονή του Αθω μαζί με τον Αθα­νάσιο. Στις προσπάθειες του να εξιλεωθεί για την αθέτηση της υπόσχεσης του, γέμισε το φί­λο του με χρηματικά ποσά, πλούσια δώρα, ει­κόνες, κειμήλια και περγαμηνές για την ανέ­γερση της Μονής. Τον ίδιο χρόνο που ο Αθανάσιος εισήγαγε το νέο τύπο μοναστικής ζωής στη Μονή του, έθεσε επίσης τα θεμέ­λια για τα αρχικά απλά κελιά, την κουζίνα και το “νοσοκομείο”. Επίσης φύτεψε, όπως ανα­φέρει η παράδοση, το ένα από τα δύο αιωνό­βια κυπαρίσια που βρίσκονται δίπλα από τη φιάλη της Μονής. (Οι “φιάλες” του Αγίου Όρους είναι νιπτήρες που χρησιμοποιούνται για τον αγιασμό των υδάτων κάθε πρωτομηνιά και την ημέρα των Θεοφανείων.) Όταν απελπισμένος από την εχθρότητα που του έδειχναν οι υπο­στηρικτές του ανοργάνωτου ασκητισμού και από τα προβλήματα που δημιουργούσαν θέ­λησε να σταματήσει το κτίσιμο της Μονής, η Παναγία παρουσιάστηκε μπροστά του σαν οπτασία και του έδωσε κουράγιο να συνεχίσει. Υπάρχουν πολλοί θρύλοι γύρω από τον Αθα­νάσιο, όπως η ιστορία της πάλης του με τον ίδιο το διάβολο. Σήμερα διατηρείται με σε­βασμό η σιδερένια βέργα με την οποία, όπως ο Μωυσής στην έρημο, χτύπησε το βράχο και ανάδυσε νερό. Πέθανε γύρω στο 1000, σχε­δόν 80 χρονών, όταν έπεσε προσπαθώντας να τοποθετήσει την τελευταία πέτρα στο τόξο της αψίδας του ναού, μαζί με έξι ακόμη υποστη­ρικτές του και καταπλακώθηκε από πέτρες. Μετά το θάνατο του Νικηφόρου Φωκά, το με­γάλο προστάτη της νεοϊδρυόμενης Μονής, οι οικονομικοί πόροι στέρεψαν και το σχέδιο του Αθανασίου κινδύνευε να ματαιωθεί. Σ’ αυτή τη κρίσιμη στιγμή ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής πρόσφερε στη Μονή άμεση και γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια. Έτσι άρ­χισε μια νέα περίοδος ανάπτυξης για τη Με­γίστη Λαύρα.

Η ιστορία της δεν διαφέρει σημαντικά απ’ αυ­τή των άλλων Μονών στον Άθω, όμως το κτί­σμα του Αθανασίου δεν καταστράφηκε από μεγάλες πυρκαγιές. Η Μονή διαδοχικά άν­θησε και παράκμασε, γνώρισε επιθέσεις, πυρ­πολήσεις και λεηλασίες από πειρατές, ληστές και τα μισθοφορικά αποβράσματα που επέ­στρεφαν από τις Σταυροφορίες. Τον 1ο αι­ώνα, υπήρχαν σχεδόν 700 μοναχοί στη Μεγί­στη Λαύρα. Ο αριθμός τους στη συνέχεια μειώθηκε δραματικά και στα μέσα του 1ου αιώνα είχαν απομείνει μόνο πέντε μοναχοί.

Το 1655 πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αλ­λαγή: ο πατριάρχης Διονύσιος Γ’ κληροδότη­σε την προσωπική του περιουσία στη Μονή, δίνοντας έτσι διέξοδο από την πιεστική κρί­ση των συσσωρευμένων χρεών της. Με τη συνεχή οικονομική υποστήριξη των πα­τριαρχών της Κωνσταντινούπολης, των ηγε­μόνων των παραδουνάβιων χωρών – ιδιαίτε­ρα στην περίοδο της Οθωμανικής κατοχής μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης – και αρ­γότερα με την οικονομική βοήθεια των Ρώσων τσάρων, η Μονή της Μεγίστης Λαύρας κατά­φερε να ανακτήσει την πρωτοκαθεδρία της ανάμεσα στις άλλες αγιορείτικες Μονές, την οποία διατηρεί αδιαφιλονίκητα μέχρι σήμερα.

Το Καθολικό της Μονής, που κτίστηκε στην περίοδο 963-1003 στο κέντρο μιας ευρύχω­ρης αυλής, αποτελεί το πρότυπο των αγιορεί­τικων ναών. Ο τύπος αυτός είναι το πρότυπο για όλα τα Καθολικά του Αγίου Όρους, με την πιθανή εξαίρεση της Μονής Σταυρονικήτα. Η σταυροειδής βασιλική ακολουθεί πρότυπα της πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Επιστεγάζε­ται μ’ ένα μεγάλο τρούλο – που συμβολίζει τα ουράνια – και στηρίζεται σε τέσσερις κίο­νες. Το κεντρικό μέρος είναι πλούσια διακο­σμημένο με τοιχογραφίες του κρητικού αγιο­γράφου Θεοφάνη, η παλαιότερη των οποίων χρονολογείται το 1535. Οι τοίχοι και η ορο­φή του νάρθηκα και του εξωνάρθηκα αγιο­γραφήθηκαν το 1854.

Απέναντι από το Καθολικό βρίσκεται η Τρά­πεζα με αγιογραφίες, εξωτερικά και εσωτερι­κά, της κρητικής σχολής του Θεοφάνη, η πα­λαιότερη των οποίων χρονολογείται από το 1512. Τα θέματα των αγιογραφιών είναι κυ­ρίως από την Παλαιά Διαθήκη και παριστά­νουν τη Δευτέρα Παρουσία, τη Θυσία του Αβραάμ, την Ουρανοδρόμο Κλίμακα, τον Πα­ράδεισο και τα δεινά της Κόλασης. Υπάρχει επίσης τοιχογραφία που παριστάνει τη Ρίζα του Ιεσσαί, το γενεαλογικό δένδρο του Ιησού, και μια θαυμάσια παράσταση του Μυστικού Δείπνου στην αψίδα πίσω από τον ηγουμενικό θρόνο. Εντελώς μοναδικά όμως είναι τα πορτραίτα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Εδώ ο επισκέπτης θα βρει τον Όμηρο δίπλα στο Σόλωνα, Αριστοτέλη, Σωκράτη, Πλάτωνα και τον Πλούταρχο δίπλα στον Πυθαγόρα.

Πίσω από το Καθολικό βρίσκεται η βιβλιο­θήκη της Μονής, η πλουσιότερη στο Άγιον Όρος, που περιέχει το παλαιότερο χειρόγρα­φο, με μεγαλογράμματη γραφή, που υπάρχει στο Όρος Άθως: περιέχει αποσπάσματα από τον ελληνικό κώδικα του Ευθαλιανού, που πε­ριλαμβάνει επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Εκτός από τα 20.000 και πλέον έντυπα βιβλία που γεμίζουν τα ράφια, μπαούλα και κασέ­λες στην βιβλιοθήκη – μεταξύ των οποίων υπάρχουν σπάνια και περίφημα παλαιότυπα από τη πολύ πρώιμη περίοδο της τυπογραφίας – υπάρχουν επίσης, 2.500 χειρόγραφα τα οποία, στην πλειοψηφία τους, είναι περγα­μηνές, καθώς επίσης πολύτιμα έγγραφα υπο­γραμμένα από αυτοκράτορες, πατριάρχες και σουλτάνους.

Στο σκευοφυλάκιο της Μεγίστης Λαύρας διατηρούνται εξαιρετικά πολύτιμα εκκλησιαστι­κά σκεύη και άλλοι θησαυροί: χρυσοκέντητα άμφια, εικόνες, δισκοπότηρα με πολύτιμες πέ­τρες, και εμβλήματα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, όπως σκήπτρα και αυτοκρατορι­κοί μανδύες. Εδώ επίσης βρίσκεται ο επιστή­θιος σταυρός και σιδερένια ράβδος που ανή­κε στον Άγιο Αθανάσιο. Άλλα σημαντικά και πολύτιμα κειμήλια είναι το στέμμα και ο “σάκκος” του Νικηφόρου Φωκά, ένα αυτοκρατορι­κό ένδυμα διακοσμημένο με πολύτιμες πέτρες. Υπάρχει μια υπέροχη ιστορία για την κυριό­τερη εικόνα της Μονής, την Παναγία Κουκουζέλισσα. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ είχε τόσο πολύ γοητευθεί από το ταλέντο του υμνω­δού Ιωάννη Κουκουζέλη που επιθυμούσε να τον παντρέψει με μια πριγκίπισσα ώστε να παραμείνει στην Αυλή. Ο ευσεβής νέος όμως κατέφυγε στο Όρος Άθω με σκοπό να περά­σει την υπόλοιπη ζωή του εκεί ως βοσκός. Αλλά δεν μπόρεσε να κρυφτεί για καιρό καθώς τον πρόδωσε η ωραία φωνή του και ο αυτοκρά­τορας απαίτησε να τον φέρουν μπροστά του. Ο ηγούμενος όμως αρνήθηκε να πειθαρχήσει και από την ημέρα εκείνη ο υμνωδός έψελνε στη Μονή δοξολογώντας την Παναγία. Μια μέρα, κουρασμένος, αποκοιμήθηκε μέσα στο ναό και η Παναγία παρουσιάστηκε και του υποσχέθηκε ότι θα τον ανταμείψει στους ου­ρανούς για τους ύμνους του. Όταν ξύπνησε ο Ιωάννης βρήκε στην παλάμη του ένα χρυσό νόμισμα το οποίο, βαθιά ταραγμένος, με ευ­σέβεια τοποθέτησε στην θαυματουργή εικό­να. Λέγεται ότι η Παναγία επίσης θεράπευσε τον Ιωάννη από την αρρώστια που τον ενο­χλούσε στα γεράματα.