Ιερά Μονή Ιβήρων Αγίου Όρους

Η Μονή των Ιβήρων βρίσκεται δίπλα σ’ ένα χείμαρρο που ρέει στη θάλασσα, όπου συναντά το στενό και σκονισμένο χω­ματόδρομο που κατηφορίζει σαν φίδι τις ανα­τολικές ακτές της χερσονήσου, επτά χιλιόμε­τρα από την πρωτεύουσα Καρυές. Η ονομασία της Μονής προήλθε από το όνο­μα της πατρίδας του ιδρυτή της, αρχαία Ιβη­ρία – η χώρα που είναι γνωστή ως Γεωργία σή­μερα. Ο ιδρυτής της Μονής Ιωάννης Τορνίκιος ήταν ένας αριστοκράτης, στρατηγός στην αυ­λή του βασιλιά της Ιβηρίας Δαβίδ. Από τη στρατιωτική του θητεία απέκτησε κολοσσιαία περιουσία. Μετά από αρκετές εκστρατείες στην υπηρεσία του βασιλιά Δαβίδ, απαρνή­θηκε τα εγκόσμια και μαζί με τον γιό του Ευθύμιο ξεκίνησαν το 975 για τη Μονή της Μεγίστης Λαύρας, για να ακολουθήσουν τον Αθανάσιο, που τον θαύμαζαν και σέβονταν ως Άγιο. Τον ίδιο καιρό στην Κωνσταντινούπο­λη οι δύο πρίγκιπες Βασίλειος Β’ (976-1025) και Κωνσταντίνος Η’, γιοί της Θεοφανώς από τον πρώτο γάμο της με το Ρωμανό Β’, ενηλι­κιώθηκαν και επίσημα αναγνωρίστηκαν ως διάδοχοι του θρόνου.

Όταν ο στρατηγός Βάρδας Σκληρός προ­σπάθησε να καταλάβει το θρόνο, επαναστά­τησε ενάντια στους δύο νεαρούς αυτοκράτο­ρες που αρχικά βασίλευαν μαζί. Ο Βασίλειος κάλεσε σε βοήθεια το φημισμένο και διακε­κριμένο στρατηγό Ιωάννη Τορνίκιο. Αυτός έφυγε από τη Μονή και κατατρόπωσε τον επα­ναστάτη στρατηγό στη μάχη της Παγκάλειας το 979. Ο αυτοκράτορας τον αντάμειψε πλού­σια και ο Τορνίκιος ξαναγύρισε στο Άγιον Όρος. Στον Τορνίκιο αποδόθηκε, όπως είχε συμφωνηθεί, η γη γύρω από τη μικρή λαύρα του Αγίου Κλήμεντος, όπου βρίσκεται σημε­ία η Μονή Ιβήρων.

Με την ευλογία του πνευματικού του δασκάλου Αθανάσιου, και με τη βοήθεια του Ιωάννη Βαρασβάτζε και του γιου του Ευθυμίου, ο ποίος αργότερα έγινε ο πρώτος ηγούμενος ης Μονής, θεμελίωσε την σημερινή κυρίαρχη Μονή στο μικρό μοναστηριακό οικισμό. Ένας μοναχός ονομαζόμενος Ιωάννης Βαρασβάτζε, για τον οποίο όμως δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ήταν ένας από τους κτήτορες εμφ­ανίζεται το 1030 ως ηγούμενος της Μονής. Οι Έλληνες μοναχοί των άλλων Μονών ονόμασαν από την αρχή το Μοναστήρι αυτό “των Ιβήρων”, ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι το 1377 ήταν πολύ λίγοι οι Γεωργιανοί που ζούσαν στη Μονή και πατριάρχης Κάλλιστος Β’ αναγκάστηκε να παραδώσει τη διοίκηση της Μονής στους Έλληνες μοναχούς.

Την περίοδο ανακαίνισης και ακμής της Μο­νής των Ιβήρων, που είχε δεχθεί πλούσια δώ­ρα από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, δια­δέχθηκε η περίοδος της παρακμής, μέχρι την εποχή όπου Βυζαντινοί ηγεμόνες όπως ο Ιω­άννης Κατακουζηνός και ο Ιωάννης Παλαιο­λόγος, και Σέρβοι βασιλείς όπως ο Στέφανος Δουσάν (1331-1355), αλλά και ο ηγεμόνας της Γεωργίας Γεοργκάν και οι διάδοχοι του, άρχι­σαν να προσφέρουν πλουσιοπάροχα δώρα στη Μονή που εγγυήθηκαν την επιβίωση της.

Στα μέσα του 17ου αιώνα, η κόρη του Ρώσου τσάρου Αλέξιου, θεραπεύθηκε από πολύ σο­βαρή ασθένεια με τη βοήθεια ενός αντίγραφου της εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας, που μετά από παράκληση του τσάρου, αγιογραφή­θηκε, ευλογήθηκε και μεταφέρθηκε στη Ρωσία.

Από ευγνωμοσύνη ο τσάρος παραχώρησε το 1648 στη Μονή Ιβήρων το μοναστήρι του Αγί­ου Νικολάου, ένα από τα πλουσιότερα της Μό­σχας, που παράμεινε στην κατοχή της Μονής μέχρι το 1932. Τα υλικά πλούτη της Μονής στάθηκαν ικανά όχι μόνο να προσφέρουν τους τεράστιους οικονομικούς πόρους για το κόστος των επισκευών μετά τις καταστροφές από πυρ­καγιές το 1845 και 1865, αλλά ήταν και ο λό­γος για τον οποίο η Μονή υπόφερε αυστηρά αντίποινα από τους Τούρκους κατακτητές, κα­θώς στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ήταν πολύ γενναιόδωρη στην οικονομική της βοήθεια προς τις υπόλοιπες Μονές του Άθω. Ο τελευταίος μοναχός της μικρής Ιβηρικής αδελφότητας, που μειωνόταν συνεχώς, πέθανε το 1955. Το Καθολικό που κτίστηκε το 1030 και ανα­καινίστηκε το 1513, εί­ναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Έχει μαρμάρινο δάπεδο με εμπνευσμένα καλλιτεχνικά γεωμετρικά σχέδια, και οι αψίδες του εγκάρσιου κεντρικού κλίτους είναι στολισμένες με αρκετές σειρές Φαγιάνς από τη Νίκαια. Εκτός από τις τοιχογραφίες, που χρονολο­γούνται από το 1592 αλλά επιζωγραφίστηκαν αργότερα και το λεπτοδουλεμένο τέμπλο, με ανάγλυφες απεικονίσεις λουλουδιών, αξιοση­μείωτα είναι τα αριστουργήματα καλλιτεχνι­κής μεταλλουργίας, όπως η ασημένια Ρώσικη λυχνία του 18ου αιώνα σε σχήμα δένδρου, οι τρεις βαρύτιμοι πολυέλαιοι και τα σιδερένια κάγκελα. Στο δάπεδο του ναού υπάρχει η ακό­λουθη επιγραφή: “Εγώ εστερέωσα τούς στύλους αυτής και εις τον αιώνα ού σαλευθλησεται, Γρηγόριος μοναχός ό “Ιβηρ και κτήτωρ.”

Μεταξύ του Καθολικού και της κεντρικής ει­σόδου της Μονής βρίσκεται ένα παρεκκλήσι με την πιο σημαντική εικόνα της Μονής, την Παναγία Πορταίτισσα. Στην περίοδο της ει­κονομαχίας, όταν βασίλευε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος τον 9ο αιώνα, ο κάτοχος της εικό­νας, που ζούσε στη Νίκαια, την πέταξε στη θάλασσα για να τη σώσει από την καταστρο­φή. Η εικόνα επέπλευσε μέχρι τις ακτές του Αγίου Όρους, όπου τη βρήκε ο Γεωργιανός ερημίτης μοναχός Γαβριήλ. Μετά το θάνατο του μοναχού, ο ηγούμενος της Μο­νής των Ιβήρων μετέφερε την εικόνα στη Μονή για ασφά­λεια και την τοποθέτησε στο Ιερό του ναού. Όμως η εικόνα εξα­φανίσθηκε από εκεί και επανεμφανίστηκε πά­νω από την κεντρική πύ­λη της Μονής. Τρείς φο­ρές τη μετέφεραν πίσω και τρείς φορές εξαφανίσθηκε για να επανεμφανισθεί στο ίδιο ση­μείο όπου παρέμεινε. Μια μέρα ακούστηκε φωνή από τα ουράνια απευθυνόμενη στους μοναχούς: “Δεν ήλθα σε σας για να προστατευθώ, αλλά για να προστατεύω.” Οι μοναχοί τότε έκτι­σαν κοντά στην πύλη ένα παρεκκλήσι τιμώ­ντας την εικόνα, η οποία είναι μέσα σ’ ένα ασημένιο και χρυσό κάλυμμα με πολύτιμες πέτρες. Αρκετά τάματα την πλαισιώνουν και έκτοτε τιμάται σ’ αυτή τη θέση.

Η πλούσια συλλογή βιβλίων στη βιβλιοθήκη, απέναντι από το Καθολικό, περιλαμβάνει, εκτός από 2.000 χειρόγραφα – ανάμεσα τους 123 περγαμηνές – και 5.000 έντυπους τόμους, καθώς και πολλούς κώδικες με μικρογραφίες, όπως για παράδειγμα τον κώδικα αρ. 5 της μονής Ιβήρων, ένα πολύτιμο Ευαγγελιστάριο (Λειτουργικό Ευαγγέλιο) του 13ου αιώνα. Επί­σης εδώ βρίσκονται τα πολύτιμα και αναντι­κατάστατα Γεωργιανά χειρόγραφα και ιδι­αίτερα ένας μικρός εικονογραφημένος κώδικας του Ιωάννη Δαμασκηνού, του 13ου αιώνα, που περιέχει το επικό ποίημα του “Βαρλαάμ και Ιωάσαφ”. Περιγράφει τη ζωή του Ιωασάφ, γιου ενός Ινδού πρίγκιπα, που συγκι­νήθηκε τόσο βαθιά από το κήρυγμα του ερημίτη Βαρλαάμ ώστε έγινε Χριστιανός. Αμέτρητοι είναι οι θησαυροί που βρίσκονται στο σκευοφυλάκιο που είναι ένα από τα σπου­δαιότερα στο Άγιον Όρος. Μεταξύ των κει­μηλίων είναι τα λεπτοδουλεμένα κεντητά άμ­φια του πατριάρχη Διονυσίου Δ’ και ο μανδύας του Γρηγορίου Ε’.

Ένα ξεχωριστό κειμήλιο είναι το παραπέτα­σμα της Ωραίας Πύλης, που παριστάνει την Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι κεντημένο από τη σπουδαία ράφτρα Κοκκώνα Ωρολογά. Ανά­μεσα στα πιο εντυπωσιακά κειμήλια είναι και μια ασημένια λυχνία σε σχήμα λεμονιάς με τρία επίχρυσα λεμόνια – προσφορά ευσεβών Μοσχοβιτών το 1818 – πολλά υπέροχα χρυσο­κέντητα άμφια και ένας μανδύας που ονομά­ζεται “ο σάκος του Τσιμισκή”. Είναι κεντη­μένος με παραστάσεις δέκα λιονταριών και τεσσάρων βυζαντινών δικέφαλων αετών, σε πλαίσιο αραβουργήματος. Πιθανότατα είναι άμφιο ενός ανώτερου κληρικού του 15ου αιώ­να. Εδώ υπάρχουν επίσης πολλά έγγραφα σφρα­γισμένα με πολύτιμες σφραγίδες. Αλλά για τους μοναχούς, πολύ πιο πολύτιμα απ’ όλους αυ­τούς τους θησαυρούς είναι τα ιερά λείψανα των τιμημένων μαρτύρων και πατέρων της Εκκλη­σίας, διατηρημένα σε ασημένιες και χρυσές λειψανοθήκες. Εκτός από το δεξί χέρι του Με­γάλου Βασιλείου, επίσκοπου Καππαδοκίας (329-379), η κάρα του επισκόπου Γρηγορίου Νύσσης, υπάρχει και το αριστερό πόδι της Μακρίνας, ηγουμένης της Μονής της Ίριδας. Στο μοναστικό συγκρότημα υπάρχουν 16 πα­ρεκκλήσια. Σ’ ένα απ’ αυτά είναι τοποθετη­μένα τα ιερά λείψανα 150 αγίων, και τεμάχια από τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στη σταύρωση του Χριστού. Στη δικαιοδοσία της Μονής Ιβήρων ανή­κουν έξι Καθίσματα και εικοσιέξι Κελιά, από τα οποία δεκαέξι βρίσκονται στις Κα­ρυές. Επίσης η Ιβηρική (Γεωργιανή) Σκή­τη του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (Προ­δρόμου) που βρίσκεται δυτικά της Μονής, σε απόσταση μισής ώρας.