Ιερά Μόνη Ξενοφώντος Αγίου Όρους

Τρία τέταρτα δρόμο από τη γειτονική Μο­νή του Δοχειαρίου και μιάμιση ώρα από την Παντελεήμονος, βρίσκεται το εντυ­πωσιακό φρούριο της Μονής Ξενοφώντος ανά­μεσα σε περιβόλια, στις πλαγιές που υψώνο­νται στη δυτική ακτή της χερσονήσου του Άθω. Η παράδοση συνδέει την ίδρυση της Μονής το 520 με κάποιο συγκλητικό με το όνομα Ξε­νοφών – ένα ερημίτη μοναχό που ανακηρύ­χθηκε όσιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία και ίσως πράγματι να έκτισε το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Όμως αυτή η εκδοχή δεν έχει επιβεβαιωθεί ούτε σ’ αυτή ούτε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Ο κοινός στόχος όλων αυτών των ιστοριών από τους μονα­χούς είναι να αναδείξουν τη Μονή τους όσο πιο παλιά γίνεται. Βέβαια δεν υπάρχει αμφι­βολία ότι ήδη από εκείνη την πρώιμη εποχή, υπήρχαν μοναχοί που ομαδοποιήθηκαν σε μι­κρούς – πολύ μικρούς μάλιστα – οικισμούς στις Καλύβες ή ακόμη και σε μικρές Σκήτες για να ζουν και να προσεύχονται μαζί. Αλλά πολύ πιθανά, οι κανονικές μοναστικές κοινότητες δημιουργήθηκαν μετά την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας από τον Άγιο Αθανάσιο. Μπορούμε έτσι να υποθέσουμε ότι η Μονή Ξενοφώντος στην πραγματικότητα οφείλει το όνομα στον Ξενοφώντα του 10ου αιώνα, ο οποίος αναφέρεται στη βιογραφία του Αθανάσιου Αθωνίτη ως “πρεσβύτερος και ηγούμενος ενός ιερού χώρου στο Όρος”, ανεξάρτητα με το τι ακριβώς σημαίνει αυτό.

Η Μονή είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, όπως οι Μονές Ζωγράφου και η Αγίου Παύλου. Σε επίσημα έγγραφα αναφέρεται για πρώτη φορά το 1033, αν και υπάρχουν ενδείξεις η πρώτη μνεία της Μονής χρονολογείται το 998. Εικάζεται ότι ο αυτοκράτορας  Βασίλειος Β’ (976-1025) πρόσφερε στην Ξενοφώντος ένα μοναστήρι με το όνομα Ιερομνήμονος. Η επόμενη αναφορά σε επίσημα έγγραφα του 1083 σχετίζεται με ταραχώδη γεγονότα. Εκείνη την εποχή, ήρθε στη Μονή ένας πλούσιος ναύαρχος από την Κωνσταντινού­πολη. Ήταν φίλος του αυτοκράτορα Νικη­φόρου Γ’ Βοτανειάτη (1078-1081) και έγινε δόκιμος μοναχός με το όνομα Συμεών. Με χρή­ματα από την προσωπική του περιουσία έκανε σημαντικές επεκτάσεις στη Μονή και αγό­ρασε στο όνομα της μεγάλες εκτάσεις.

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1225, πειρατές λεηλάτησαν και κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της Μονής και μερικές δεκαετίες αργότερα η Ξενοφώντος δέχθηκε συνεχείς επιδρομές από τους μισθοφόρους του “Ενωτικού” αυτο­κράτορα Μιχαήλ Η’ (1261-1282), που έκλεψαν τους θησαυρούς της Μονής και άφησαν πίσω τους μόνο ερείπια. Παρόλο που πολλοί γραφείς υποστηρίζουν ότι ο Μιχαήλ πο­τέ δεν πίεσε την αγιορείτικη κοινότητα και ότι δεν υπήρξαν εχθροπραξίες ούτε επι­δρομές στον Άθω – πολύ λιγότερο λεηλα­σίες και δολοφονίες μοναχών – οι ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες της περιόδου οδη­γούν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Παρά το γεγονός ότι η ιστορία του Άθω σημαδεύε­ται από την απόρριψη του αυτοκράτορα, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τον πάπα στη Ρώ­μη, οι γνώστες της ιστορίας πρέπει να λάβουν υπ’ όψη τους το γεγονός ότι ο Μιχαήλ είδε ξεκάθαρα ότι η εισβολή του μισητού εχθρού του Βυζαντίου Κάρολου Ντ’ Ανζού ήταν αναμενόμενη και πολύ πιθανόν θα αναγκαζόταν να ζητήσει τη βοήθεια οποιουδήποτε. Ο πά­πας Γρηγόριος Ε’, εμπόδισε τον Κάρολο να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη με τη βοή­θεια του βενετικού στόλου, αλλά σε αντάλ­λαγμα απαίτησε την επιβολή του Ρωμαιοκα­θολικού δόγματος στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Μετά τη σύνοδο της Λυών, όπου αποφασί­στηκε η ένωση τοη δύο Εκκλησιών, η Ορθό­δοξη Εκκλησία θα αναγκαζόταν να ανα­γνωρίσει την πρωτοκαθεδρία του πάπα και ο αυτοκράτορας να επιβάλει αυτή την “αλ­λαγή” χρησιμοποιώντας το στρατό του. Φυ­σικά οι προσπάθειες του ήταν μοιραίο να αποτύχουν, ιδιαίτερα στον Άθω, όπου οι ιστο­ρίες σχετικά με τα λάθη που έκαναν τα αυ­τοκρατορικά στρατεύματα στην υπηρεσία του χειρότερου εχθρού της Ορθοδοξίας, δη­λαδή στην υπηρεσία του πάπα, ακόμη είναι ένα ευαίσθητο θέμα.

Την περίοδο αυτή των επιδρομών, διαδέ­χτηκε η περίοδος της ανοικοδόμησης που δια­κόπηκε από την Άλωση της Κωνσταντινούπο­λης. Όμως σ’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή και η Ξενοφώντος άρχισε να δέχεται την υποστή­ριξη των ηγεμόνων της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Αρκετά μέλη αυτών των βασιλικών οίκων δώρισαν τεράστια χρηματικά ποσά και έτσι πρόσφεραν στη Μονή την ευκαιρία να ανοικοδομήσει τα κτίρια της και να τα δια­κοσμήσει με μεγαλειώδη τρόπο.

Στην αψίδα του μικρού “παλιού” Καθολικού, έχει χαραχτεί η ημερομηνία 1545, μαρτυρία της ανακαίνισης του ναού. Μεταξύ του ατέ­λειωτου κατάλογου δωρητών αναφέρονται τα ονόματα πολλών πατρικίων όπως π.χ. οι δού­κες Βάντκ και Ραντούλ, Σέρβαν, Ματθαίος Κων­σταντίνος Βράνκοβαν, Ματθαίος Βεσσαράβας, Ράδος Λέων, Κωνσταντίνος και Νικόλαος Μαυ­ροκορδάτος, ο Γκίκας, οι οποίοι είχαν εκφρά­σει τη γενναιοδωρία τους και σε άλλες Μονές. Εκείνη την περίοδο, τη διαχείριση της ιδιόρ­ρυθμης Μονής του Ξενοφώντος την είχαν ανα­λάβει Σέρβοι και Βούλγαροι μοναχοί. Το 1794, με σιγίλιο του πατριάρχη Γαβριήλ, η Ξενο­φώντος ανακηρύχθηκε κοινοβιακή κοινότητα και με την είσοδο πολλών νέων μοναχών η Μο­νή, της οποίας ο πληθυσμός ως τότε μειωνόταν επικίνδυνα, μπήκε σε νέα περίοδο ευημερίας. Ο ιερομόναχος Παΐσιος είχε εργασθεί πολύ σκληρά γι’ αυτή τη μεταστροφή της τύχης της Μονής και συνέβαλε, με δωρεές μεγάλων χρη­ματικών ποσών, στην οικονομική της ευμά­ρεια. Μια πυρκαγιά, το 1817, κατέστρεψε πολ­λά από τα παλιά επίσημα έγγραφα της Ξενοφώντος. Τα καμένα κτίρια σύντομα ανοι­κοδομήθηκαν και επίσης η κατασκευή του “με­γάλου” Καθολικού ολοκληρώθηκε γρήγορα. Από τότε η Μονή έχει δύο ναούς. Το παλιό Καθολικό, αρχικά το κέντρο της Μονής, σή­μερα αποτελεί μόνο μέρος του μοναστικού συ­γκροτήματος. Σ’ αυτό ακόμα διατηρούνται αρ­κετά εντυπωσιακές τοιχογραφίες ζωγραφισμένες από τον Κρητικό ζωγράφο Αντώνιο το 1544, που έχουν όμως υποστεί σοβαρές ζημιές από σεισμούς και την υγρασία της θάλασσας.

Ο διάδρομος ανάμεσα στο Καθολικό και στην παλιά Τράπεζα διακοσμείται με τοιχογραφίες που παριστούν θέματα της Αποκάλυψης, επιγραφή αναφέρει ως δωρητές τον ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Ματθαίο (1632-1654) τη σύζυγο του Ελένη Βεσσαράβα. Οι τοιχογραφίες της παλιάς Τράπεζας που χρονολογούνται στα 1575, επιζωγραφίστηκαν το 1640.

Το μεγάλο Καθολικό κτίστηκε στα 1809-1819 με μεγάλες δαπάνες. Έχει μαρμάρινο τέμπλο και οι αψίδες και τρούλοι του ευγενούς ναού υποστηρίζονται από μαρμάρινους κίονες. Εδώ φυλάσσονται οι πιο πολύτιμοι θησαυροί της Μονής, δύο ψηφιδωτές εικόνες Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου. 13ου αιώνα. Δίπλα τους η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, αντίγραφο εικόνας που καταστράφηκε στο μοναστήρι της Χώρας κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η εικόνα που αρχικά ανήκε στη Μονή Βατοπαιδίου, πέρασε στην κυριότητα Ξενοφώντος το 1730.

Μεταξύ των 600 χειρογράφων της βιβλιοθήκης βρίσκονται 8 περγαμηνές. Ειλητάρια, επίσημα έγγραφα και πάνω από 7.000 έντυπα βιβλία ολοκληρώνουν τη συλλογή της βιβλιοθήκης. Στο σκευοφυλάκιο της Ξενοφώντος φυλάσσονται αρκετές πολύτιμες φορητές εικόνες, σταυροί, λειτουργικά αντικείμενα, ιερά λείψανα, άμφια, και ένα κομμάτι Τίμιου Ξύλου.

Από τα 14 παρεκκλήσια της Ξενοφώντος, οκτώ είναι μέσα στον περίβολο της Μονής. Τέσσερα απ’ αυτά διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Η Σκήτη του Ευαγγελισμού ανήκει στη Μονή, αλλά από τις 20 Καλύβες πολύ λίγες κατοικούνται σήμερα. Ο πολιούχος της Μονής Άγιος Γεώργιος τιμάται στις 23 Απριλίου.